συνεπισπάσασθαι

συνεπισπάσασθαι
συνεπισπά̱σασθαι , συνεπισπάω
draw on together
aor inf mid (doric aeolic)
συνεπισπάω
draw on together
aor inf mid

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συνεπισπώ — άω, ΜΑ έλκω προς το μέρος μου μαζί ή συγχρόνως με άλλον («ἵππος...βίᾳ συνεπισπάσας τὸν ἡνίοχον εἰς τὸ ῥεῑθρον», Πλούτ.) μσν. μτφ. εξεμώ, ξερνώ πολλά μαζί αρχ. μέσ. συνεπισπῶμαι, άομαι α) συμπαρασύρω μαζί μου στην καταστροφή («καὶ τοὺς φίλους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”